αιθυλενοξείδιο

αιθυλενοξείδιο
Εσωτερικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλης, που παρασκευάζεται με την προσθήκη σταγόνων οξικού-β χλωριαιθυλίου Cl-CH3-CH2-Ο-CO-CH3 σε μείγμα καυστικού καλίου με μορφή σκόνης και άμμου. Λέγεται και οξιδοαιθάνιο. Πρόκειται για αέριο που μπορεί να συμπυκνωθεί σε υγρό που βράζει σε +12,5° και το οποίο ενώνεται με το νερό σε οποιαδήποτε αναλογία. Όταν παραμείνει με μικρές ποσότητες χλωριοψευδαργύρου ή καυστικού καλίου μεταβάλλεται σε κρυσταλλική μάζα που λιώνει στους 56°. Όταν ενωθεί με πενταχλώριο φώσφορο μετατρέπεται σε αιθυλενοχλωρίδιο και όταν ενωθεί με νερό, σε αιθυλενογλυκόλη. Βιομηχανική εγκατάσταση για την παρασκευή αιθυλενοξιδίου, προϊόντος του αιθυλενίου. Το αιθυλονοξείδιο παρασκευάζεται με οξείδωση του αιθυλενίου κατά το σχήμα: Η αντίδραση επιτυγχάνεται από υψηλή πίεση και θερμοκρασία, παρουσία καταλυτών με άργυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιθανολαμίνες — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις, αμινοπαράγωγα της αιθυλικής αλκοόλης. Υπάρχουν τρία παράγωγα: η μονοαιθανολαμίνη ή κολαμίνη, CΗ2(ΟΗ) CΗ2ΝΗ2, η διαιθανολαμίνη, (CΗ2[ΟΗ]CΗ2)2ΝΗ και η τριαιθανολαμίνη, Ν(CΗ2CΗ2 [ΟΗ])3. Παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά από …   Dictionary of Greek

  • διοξάνιο — Κορεσμένη κυκλική ένωση αιθερικού τύπου, στην οποία τα δύο άτομα οξυγόνου βρίσκονται στις θέσεις 1, 4 του δακτυλίου: ΟCH2CH2OCH2CH2. Παρασκευάζεται βιομηχανικά από την αιθυλενογλυκόζη ή το αιθυλενοξείδιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή αιθέρα, λίγο… …   Dictionary of Greek

  • εποξείδια — Ετεροκυκλικές ενώσεις με τριμελή οξυγονούχο δακτύλιο, για παράδειγμα, το αιθυλενοξείδιο και η επιχλωρυδρίνη. Οι ενώσεις αυτές είναι πολύ δραστικές με οξειδωτικούς και αναγωγικούς παράγοντες και οξέα. Πολυμερίζονται, επίσης, εύκολα με θέρμανση ή… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”